- Πρώταρχος
- Πρώταρχοςprimalmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρώταρχος — primal masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώταρχος — Επικούρειος φιλόσοφος που άκμασε τον 2o αι. π.Χ. Διαδέχτηκε στη σχολαρχία των ομοϊδεατών του τον Βασιλείδη. Διάδοχός του ήταν ο Απολλόδωρος. * * * ον, ΜΑ, και πρωτόαρχος Μ ο πρώτος, ο αρχικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + αρχος*] … Dictionary of Greek
Πρωτάρχου — Πρώταρχος primal masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτάρχου — πρώταρχος primal masc gen sg πρωτάρχης commander masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρωτάρχους — Πρώταρχος primal masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτάρχους — πρώταρχος primal masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρωτάρχῳ — Πρώταρχος primal masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτάρχῳ — πρώταρχος primal masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρώταρχε — Πρώταρχος primal masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώταρχε — πρώταρχος primal masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)